ξεβάφομαι

ξεβάφομαι
ξεβάφομαι, ξεβάφτηκα, ξεβαμμένος βλ. πίν. 14
——————
Σημειώσεις:
ξεβάφομαι : στην παθητική φωνή το ρ. έχει κυρίως την έννοια καθαρίζω το πρόσωπο μου από βάψιμο, μακιγιάζ.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεθωριάζω — ξεθώριασα, ξεθωριασμένος 1. μτβ., αφαιρώ το χρώμα, ξεβάφω, ξασπρίζω: Ο ήλιος ξεθώριασε τα καλύμματα των καθισμάτων. 2. αμτβ., αποβάλλω, χάνω το χρώμα μου, ξεβάφομαι, αποχρωματίζομαι: Ξεθώριασαν τα ρούχα από την πολλή χρήση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”